βαπτος

βαπτος
    βαπτός
    3
    1) служащий для окрашивания, красильный
    

(χρῶμα Plat., Plut.)

    2) окрашенный
    

(χιτῶνες βαπτοὴ χρώμασι παντοδαποῖς Diod.)

    3) ярко окрашенный, яркого цвета
    

(ὄρνις, ἱμάτια Arph.)

    4) откуда черпают воду
    

βαπτὰ κάλπισι παγά Eur. — источник, из которого кувшинами берут воду


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βαπτος" в других словарях:

  • βαπτός — βαπτός, ή, όν (Α) [βάπτω] 1. βαμμένος, χρωματιστός 2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή 3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • βαπτός — dipped masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτά — βαπτός dipped neut nom/voc/acc pl βαπτά̱ , βαπτός dipped fem nom/voc/acc dual βαπτά̱ , βαπτός dipped fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτόν — βαπτός dipped masc acc sg βαπτός dipped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπταῖς — βαπτός dipped fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπταί — βαπτός dipped fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτοῖς — βαπτός dipped masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτοῦ — βαπτός dipped masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτῇ — βαπτός dipped fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτή — βαπτός dipped fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτῷ — βαπτός dipped masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»